Η λατινική ονομασία του πιο κοινού καλλιεργούμενου είδους καρυδιάς είναι Juglans Regia L. (κοινή ή βασιλική καρυδιά, συνώνυμα Περσική ή Αγγλική, υπογένος Dioscaryon) και ανήκει στην οικογένεια των Καρυδοειδών (Juglandaceae). Η κοινή ή βασιλική καρυδιά κατάγεται από τις ορεινές περιοχές της Κεντρικής Ασίας και πιο συγκεκριμένα από τις οροσειρές των Δυτικών Ιμαλαίων (Κασμίρ, Τατζικιστάν, Κιργιστάν). Εξαπλώθηκε προς τα Δυτικά (Αφγανιστάν, Ιράν κλπ) και προς τα ανατολικά (Β. Ινδία, Νεπάλ, Δ. Κίνα). Στην Ευρώπη μεταφέρθηκε από τους Έλληνες και ήταν γνωστή τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα π.Χ., ενώ τον 16 αιώνα μεταφέρθηκε στην Ν. Αμερική από τους Ισπανούς.
Η καρυδιά αυτοφύεται κατά τόπους σε αραιά δάση, κοίτες ποταμών, υγρά εδάφη και ηλιόλουστες πλαγιές, μέχρι τα 1400 μέτρα. Είναι ένα φυλλοβόλο δέντρο, μεγάλου σχετικά μεγέθους, καθώς η καλλιεργούμενη καρυδιά (βασιλική ή κοινή) μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 20-25 μέτρα. Τα φύλλα της είναι μεγάλα, μακριά (50-60 εκ), σύνθετα, ανοιχτοπράσινα με χαρακτηριστική αρωματική οσμή. Το κάθε φύλλο αποτελείται από 7-11 μικρά φύλλα με ωοειδές σχήμα. Τα άνθη της είναι αφανή χωρίς πέταλα καιτα αρσενικά σχηματίζουν ταξιανθίες. Ο καρπός πάνω στο δέντρο αποτελείται από την καρυδόψιχα (δύο κοτυληδόνες), το διάφραγμα ανάμεσα από τις δυο κοτυληδόνες της ψίχας και το κέλυφος το οποίο περιβάλλεται από το πράσινο σαρκώδες περικάρπιο, που κατά την ωρίμανση του καρπού σχίζεται και αφαιρείται.
Η καρυδιά, όπως και η ελιά, είναι ένα θαύμα της φύσης, ένα αιωνόβιο ευλογημένο δέντρο, ολοκληρωτικά αξιοποιήσιμο από τον άνθρωπο (καρυδόψιχα, κέλυφος, πράσινο περικάρπιο, φύλλα, ξύλο και φλοιός). Η θεραπευτική δράση του φλοιού, του καρπού και των φύλλων της ήταν γνωστή από την ελληνική αρχαιότητα (Ιπποκράτης, Διοσκουρίδης, Γαληνός). Γι’ αυτό τα καρύδια ήταν ένας καρπός αφιερωμένος στον Δία και από τους πρώτους καρπούς δέντρων που καλλιέργησε ο άνθρωπος.
Σήμερα η καρυδιά καλλιεργείται για τους καρπούς και το ξύλο της στο Βόρειο ημισφαίριο σε γεωγραφικό πλάτος 30-55 μοίρες και στο Νότιο Ημισφαίριο σε γεωγραφικό πλάτος 30-40 μοίρες. Στο βόρειο ημισφαίριο παράγεται περισσότερο από το 95% των καρυδιών του πλανήτη. Η καλλιέργεια της καρυδιάς εκτείνεται με γοργούς ρυθμούς σε παγκόσμια βάση, λόγω της αυξημένης ζήτησης από το καταναλωτικό κοινό, το οποίο έχει εκτιμήσει την μεγάλη συμβολή του καρυδιού στην προστασία και προαγωγή της ανθρώπινης υγείας. Η Κίνα και η ΗΠΑ (κυρίως η Καλιφόρνια) συγκεντρώνουν πάνω από το 60 % της παγκόσμιας παραγωγής. Η Κίνα, το Ιράν και η Τουρκία, παρόλο που παρουσιάζουν σημαντική παραγωγή, δεν πραγματοποιούν σημαντικές εξαγωγές. Μεγάλη παραγωγή παρουσιάζει επίσης το Μεξικό και η Ουκρανία, η Ινδία και η Χιλή, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση την μεγαλύτερη παραγωγή έχουν η Ρουμανία, η Γαλλία, η Ελλάδα (3η στην ΕΕ και 11η παγκοσμίως), η Βουλγαρία και η Σερβία.
Οι ημιορεινές και ορεινές καλλιεργούμενες περιοχές της χώρας μας έχουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα παραγωγικότητας και ποιότητας (παράγουν καρύδια υψηλής ποιότητας σε γεύση, άρωμα και λευκή σάρκα), γιατί συνδυάζουν μεγάλη ηλιοφάνεια με ευνοϊκές θερμοκρασίες για την καρυδιά. Για την καλλιέργεια της καρυδιάς, επιλέγονται περιοχές με βαθιά, αρδευόμενα, καλά στραγγιζόμενα και τουλάχιστον μέσης γονιμότητας εδάφη, χωρίς ανοιξιάτικους παγετούς, χωρίς υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία την άνοιξη και χωρίς πολύ υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι. Για την επίτευξη υψηλής ποιότητας και παραγωγικότητας επιλέγονται επίσης κατάλληλες ποικιλίες με μεγάλη παραγωγικότητα και προσαρμογή στις κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες της περιοχής. Τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας, για όλους τους παραπάνω λόγους, η πλαγιόκαρπη, μεσοόψιμη και παραγωγική ποικιλία Chandler, με καταγωγή από το πανεπιστήμιο Davis της Καλιφόρνιας, έχει κερδίσει την προτίμηση τόσο των παραγωγών, όσο και των καταναλωτών.
Διατροφική αξία του ωμού καρυδιού
Η σύγχρονη επιστημονική γνώση αποκαλύπτει συνεχώς ότι οι πρόγονοί μας μάλλον ήξεραν καλά τι έκαναν, καθώς τα καρύδια αποδεικνύονται μια παραδοσιακή ελληνική υπερτροφή γιατί:
- Τα καρύδια έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα, υψηλή περιεκτικότητα σε ακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά, Βιταμίνη Ε, χαλκό, φώσφορο, μαγγάνιο και κάλιο και αποτελούν πηγή μαγνησίου, σιδήρου, ψευδαργύρου και εδώδιμων ινών.
- Αποτελούν μία από τις ελάχιστες φυτικές πηγές Ω-3 λιπαρών (άλφα-λινολενικό οξύ/ALA) και είναι ο βασιλιάς των Ω-3 λιπαρών στους ξηρούς καρπούς!
- Είναι πλούσια σε Ω-6 λιπαρά (λινελαϊκό οξύ), ελαϊκό οξύ, αντιοξειδωτικά, φυτικές στερόλες, βιταμίνη Β6, Β1 (θειαμίνη) και Β9 (φολικό οξύ). Περιέχουν επίσης ασβέστιο, χρώμιο, σελήνιο, Β2 (ριβοφλαβίνη), Β3 (νιασίνη), Β5 (παντοθενικό οξύ), το ωφέλιμο βασικό αμινοξύ αργινίνη, καθώς και την ορμόνη μελατονίνη. Δεν περιέχουν γλουτένη και είναι κατάλληλα για VEGAN διατροφή.
Οφέλη ωμού* καρυδιού για την υγεία
Η ημερήσια κατανάλωση 1-2 μερίδων, δηλαδή 30-60 γρ. νωπής ή αποξηραμένης καρυδόψιχας (μερίδα= 30 γρ. καρυδόψιχα= 7 καρύδια με κέλυφος= 190 Kcal):
* Το καβούρντισμα/ψήσιμο και το αλάτισμα των καρυδιών μειώνει την ευεργετική τους δράση.
Με ποιους τρόπους μπορούμε να εισάγουμε τα καρύδια στην διατροφή μας:
Τρόποι διατήρησης/συντήρησης:
Καρύδια σε κέλυφος: έως και 12 μήνες σε ξηρό, δροσερό και σκιερό μέρος (τους θερμούς μήνες κατά προτίμηση στο ψυγείο)
Καρυδόψιχα:
- Εκτός ψυγείου: σε δροσερό και σκιερό μέρος, σε κλειστή συσκευασία για 3 μήνες και μετά το άνοιγμα της συσκευασίας για 1 μήνα σε αεροστεγή συσκευασία.
- Εντός ψυγείου: σε κλειστή συσκευασία για 6 μήνες, μετά το άνοιγμα της συσκευασίας για 3 μήνες σε αεροστεγή συσκευασία.
- Στην κατάψυξη: άνω του ενός έτους σε αεροστεγή συσκευασία. Μετά την απόψυξη, να καταναλώνεται άμεσα.